χλωροξικός

χλωροξικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «χλωροξικό οξύ»
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τού οξικού οξέος, γνωστό και ως χλωρ(ο)αιθανονικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroacetique < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + acetique «οξικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”